- δίψει
- δίψοςneut nom/voc/acc dual (attic epic)δίψεϊ , δίψοςneut dat sg (epic ionic)δίψοςneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безводиѥ — БЕЗВОДИ|Ѥ (10), ˫А с. Отсутствие воды: безъводиемь прѣсхнете (ἀνυδρίᾳ) КР 1284, 377а; бо˫ащесѩ, да не и сами погыбноуть безводьѥмь ѡ(т) поустаго мѣста того безъводнаго. (ἐκ τῆς ἀνυδρίας) ГА XIII XIV, 192г; изнемогли бо сѩ бѩху безводьемь. ||=и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι … Dictionary of Greek